Σε μια περίοδο κατά την οποία υπάρχει ορυμαγδός αρνητικών ειδήσεων, η ελπίδα για το καλό, δε πρέπει να σβήσει.
Και αυτή την ελπίδα την κρατάνε αναμμένη συνήθως αυτοί που έχουν πονέσει πιο πολύ.
Θα δούμε το φως που μας μεταλαμπαδεύει ένα κακοποιημένο παιδάκι, μέσα από την εξιστόρηση ενός εθελοντή της “Διακονίας“.
Μόλις είχα σταματήσει την δουλειά και είχα ελεύθερο χρόνο. Ήθελα να αξιοποιήσω αυτό
τον χρόνο βοηθώντας κάπου που θα είμαι χρήσιμη. ‘Ετσι έγινα εθελόντρια στην Διακονία.
Στην Διακονία των μοναχικών και εγκαταλελειμμένων παιδιών. Αναρωτιόμουν στην αρχή αν
θα τα καταφέρω, αν θα μπορέσω να βοηθήσω αυτά τα παιδιά…
Από τότε έχουν περάσει 8 χρόνια. Οκτώ χρόνια Εθελοντικής Διακονίας, με κάθε διακονία
ξεχωριστή, και με διαφορετική αίσθηση.
Κάθε φορά που βγαίνω από το νοσοκομείο κάνοντας έναν απολογισμό του χρόνου που
πέρασα εκεί, διαπιστώνω ότι η προσφορά μου ίσως δεν έχει πάντα τα αποτελέσματα που
περίμενα στα παιδιά αλλά…….. ωστόσο, πάντα νιώθω ότι κάτι προσέφερα .
Άλλοτε έχω προσφέρει στα παιδιά, και είναι αυτό που προσπαθώ κάθε φορά, άλλοτε έχω
προσφέρει βοήθεια στις νοσηλεύτριες που ανταπεξέρχονται σε τεράστιο έργο νοσηλείας,
άλλοτε πάλι αισθάνομαι ευγνωμοσύνη γι αυτά που έχω εγώ και η οικογένειά
μου και που δεν είναι δεδομένα .
Πολλές οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες από αυτά τα χρόνια μέχρι σήμερα…όπως αυτή με τα
πέντε αδέλφια. Όλα αγοράκια , από πολύ μωρό μέχρι και ένα 12χρονο , με εισαγωγή λόγω
εισαγγελικής εντολής.
Μαζί με εμένα ήταν και άλλες εθελόντριες στην ίδια βάρδια. Τα αγοράκια ήταν
πολύ άτακτα , εκνευρισμένα, είχαν κουραστεί από τις συνθήκες του Νοσοκομείου , ήθελαν
να γυρίσουν σπίτι τους … Τους κάναμε παρέα , προσπαθήσαμε με παιχνίδια να τα
απασχολήσουμε , αλλά στο μυαλό τους ήταν πότε θα φύγουν .
Σ αυτά τα παιδάκια βρέθηκα αρκετές φορές, σιγά σιγά με αναγνώριζαν και
είχα μάθει κι εγώ πως να τα απασχολώ χωρίς πολλούς τσακωμούς μεταξύ τους.
Τα μικρά γελούσαν και έπαιζαν , δεν καταλάβαιναν πολλά . Ο μεγάλος ήταν πάντα
θλιμμένος .
«Κυρία πότε θα πάμε σπίτι μας;» με ρωτούσε κάθε φορά .
Τι να του πω , προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι πρέπει να κάνει υπομονή και θα
γίνει το καλύτερο γι αυτόν και τα αδέλφια του .
Την τελευταία διακονία που έκανα σ αυτά τα παιδία , δεν μπορώ να την ξεχάσω .
Πήγα στο δωμάτιο και ήταν όλα εκεί και έτρωγαν ,ήταν και οι νοσηλεύτριες ,
τους είχαν πάρει σουβλάκια και πατάτες τηγανητές , σαν να είχαν γιορτή .
«Τι έγινε βρε παιδιά ;» λέω εγώ «ποιος γιορτάζει ;»
Κυρία , φεύγουμε αύριο μου λέει ο μεγάλος , θα πάμε σε ορφανοτροφείο στην
Κεφαλονιά .
΄Ηταν πολύ στενοχωρημένος .
«Γιατί Κυρία να μην μείνουμε εδώ; γιατί να πάμε εκεί μακριά;»
Τα αδέλφια του τα μικρότερα ήταν ενθουσιασμένα που θα έμπαιναν σε αεροπλάνο
και θα πήγαιναν σε άλλο μέρος .΄Ετσι τους είπαν και ήταν χαρούμενα .
Ο μεγάλος αδελφός με πλησιάζει και μου λέει « Κυρία να σας πω κάτι ;»
ΟΤΑΝ ΘΑ ΜΕΓΑΛΩΣΩ ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ
Φεύγοντας από το Νοσοκομείο , ο απολογισμός της ημέρας και όλου του χρόνου που είχα
περάσει στο πλευρό του…ήταν αυτή η τελευταία του
κουβέντα.